- κατωφερείας
- κατωφερείᾱς , κατωφέρειαpropensityfem acc plκατωφερείᾱς , κατωφέρειαpropensityfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νέδων — Ορμητικός χείμαρρος της Μεσσηνίας. Πηγάζει από τα όρη της Αλαγονίας, που βρίσκονται ΒΑ της Καλαμάτας, και εκβάλλει στον Μεσσηνιακό κόλπο, κοντά στο λιμάνι της Καλαμάτας. Εξαιτίας της μεγάλης κατωφέρειας του πάνω ρου του και της διαβρωτικής… … Dictionary of Greek
υποθαλάσσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας, υποβρύχιος 2. φρ. α) «υποθαλάσσια κατολίσθηση» (γεωλ. ωκεαν.) κίνηση ασταθούς μάζας ιζημάτων και οργανικών φερτών υλικών από την κορυφή προς τα κατάντη ενός… … Dictionary of Greek
υφαλοπρανές — το, Ν γεωλ. άλλη ονομασία τής ηπειρωτικής κατωφέρειας, η οποία αποτελεί κύριο μορφολογικό στοιχείο τού περιθωρίου τών ηπείρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + πρανές «πλαγιά λόφου ή όρους». Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. continental… … Dictionary of Greek